- παρθενωπός
- -ή, -ό / παρθενωπός, -ή, -όν, ΝΑ [παρθένος]1. αυτός που έχει όψη παρθένου2. μτφ. αυτός που έχει λεπτούς και χαριτωμένους τρόπους, θηλυπρεπήςαρχ.μτφ. (για λέξεις) κομψός («εὔφωνά τε βούλεται εἶναι πάντα ὀνόματα καὶ λεῑα καὶ μαλακά καὶ παρθενωπά», Δίον. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.